συνεπώνυμος

συνεπώνυμος
-ον, Μ [ἐπώνυμος]
γνωστός με την ίδια επωνυμία με κάποιον άλλο («ὁ συνεπώνυμος τούτῳ [τῷ Ἰωάννῃ τῷ Θεολόγῳ] Γρηγόριος», Αρέθ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • όνομα — Μέρος του λόγου που διακρίνεται κατά το γένος, τον αριθμό και –στις κλιτές γλώσσες– την πτώση. Ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης και οι Στωικοί προσπάθησαν να δώσουν έναν ορισμό του o., στην προσπάθεια τους να κατατάξουν, με βάση ορισμένα λογικά κριτήρια,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”